διαιρετικά

διαιρετικά
διαιρετικός
logically distinguishable
neut nom/voc/acc pl
διαιρετικά̱ , διαιρετικός
logically distinguishable
fem nom/voc/acc dual
διαιρετικά̱ , διαιρετικός
logically distinguishable
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαιρετικάς — διαιρετικά̱ς , διαιρετικός logically distinguishable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να διαιρεί, να χωρίζει αρχ. 1. ο πρόσφορος για χωρισμό 2. αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους 3. (ρητ.) μεριστικός 4. (λογ.) προερχόμενος από διαίρεση 5. το θηλ. ως ουσ. η διαιρετική κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”